- ψευδοσκοπία
- η, Νφυσ. αντεστραμμένη στερεοσκοπική παρατήρηση που προκαλεί εντύπωση αντεστραμμένου αναγλύφου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudoscopie < pseudo- (< ψευδ[ο]-* + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.